- μελανοχίτωνας
- ο1. αυτός που φοράει μαύρα ρούχα.2. «οι μελανοχίτωνες», τα μέλη ιταλικών φασιστικών ομάδων που φορούσαν μαύρη στολή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μελανοχίτωνας — ο (Α μελαγχίτων, ωνος, ὁ, ἡ, Μ μελαχίτων) αυτός που φορά μαύρο χιτώνα νεοελλ. πληθ. οι μελανοχίτωνες α) ονομασία τών ιταλικών φασιστικών ομάδων που ίδρυσε ο Μπ. Μουσολίνι από αφοσιωμένους οπαδούς του, οι οποίοι φορούσαν μαύρα χιτώνια β) επίλεκτο… … Dictionary of Greek
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
μελαγχίτων — μελαγχίτων, ωνος, ὁ, ἡ (Α, Μ μελαχίτων) βλ. μελανοχίτωνας … Dictionary of Greek
μελαχίτων — μελαχίτων, ωνος, ὁ (Μ) βλ. μελανοχίτωνας … Dictionary of Greek